ακροπερπατώ

ακροπερπατώ
(-άω)
1. περπατώ στην άκρη δρόμου, όχθης κ.λπ.
2. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών
3. περπατώ αθόρυβα, σιγά - σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + περπατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”